αλαφάκι — και λαφάκι, το [αλάφι] το ελαφάκι … Dictionary of Greek
αλαφίνα — και λαφίνα, η [αλάφι] η ελαφίνα … Dictionary of Greek
αλαφιάζω — 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον 2. τρομάζω ο ίδιος, ξαφνιάζομαι, τά χάνω, τό βάζω στα πόδια 3. παθ. καταλαμβάνομαι από ταραχή, φοβάμαι 4. (παθ. μτχ.) αλαφιασμένος, η, ο α) φοβισμένος, ταραγμένος β) λαχανιασμένος γ) επιρρεπής στον φόβο, μη ψύχραιμος.… … Dictionary of Greek
αλαφοκέρατο — και λαφοκέρατο, το το ελαφοκέρατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάφι + κέρατο. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφοκερατάς] … Dictionary of Greek
αλαφοκυνηγάρης — και λαφοκυνηγάρης, ο κυνηγός ελαφιών και γενικά αγριμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάφι + κυνηγάρης] … Dictionary of Greek
αλαφοκυνηγώ — και λαφοκυνηγώ ( άω) κυνηγώ ελάφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάφι + κυνηγώ] … Dictionary of Greek
αλαφόπουλο — και λαφόπουλο, το [αλάφι] το ελαφάκι … Dictionary of Greek
λαφιάζω — αλαφιάζω, φοβίζω, τρομάζω κάποιον ή τρομάζω ο ίδιος, ξαφνιάζομαι, ταράζομαι, φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάφι ή αλαφιάζω (με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος) < αλάφι ή ελαφιάζω] … Dictionary of Greek
αλαφάκι — αλαφάκι, το και αλάφι, το βλ. ελαφάκι, το και ελάφι, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)